- ακουβάλητος
- ακουβάλιστός, η , ο1) неперенесённый; неперевезённый; 2) не поддающийся переноске, перевозке, нетранспортабельный, неподъёмный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουβάλητος — ακουβάλητος, η, ο και ακουβάλιστος, η, ο 1. εκείνος που δεν κουβαλήθηκε: Το σιτάρι βρισκόταν ακόμη στο αλώνι ακουβάλητο. 2. εκείνος που δεν μπορεί να κουβαληθεί, αμετακόμιστος: Οι πέτρες αυτές είναι ακουβάλητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουβάλητος — η, ο αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί «ακουβάλητο σιτάρι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ] … Dictionary of Greek